οιστροδόνητος

οιστροδόνητος
οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) οιστροδίνητος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δόνητος / -δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο-δόνητος, πολύ-δονος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰστροδόνητος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστροδόνητον — οἰστροδόνητος masc/fem acc sg οἰστροδόνητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστροδονήτου — οἰστροδόνητος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

  • οιστρόδονος — οἰστρόδονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. οιστροδόνητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”